Το εργατικό δίκαιο περιλαμβάνει όλους τους κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την σχέση εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα σε εργαζόμενο και εργοδότη επ’αμοιβή και την νομική θέση αυτών που κατ’επάγγελμα ζουν από αυτήν. Με βάση αυτούς τους κανόνες έχουμε και κάποιες διακρίσεις της εργασίας οι όποιες είναι οι εξής:
Η πλήρης απασχόληση επιλέγεται συνήθως από άτομα που θέλουν να κάνουν καριέρα ή από άτομα που θέλουν να έχουν ένα μισθό για να μπορούν να συντηρούν τον εαυτό τους και την οικογένεια τους.
Η πλήρης απασχόληση ισχύει όταν υπάρχει συμφωνία παροχής εργασίας που να καλύπτει το ωράριο πλήρους απασχόλησης που ισχύει στην επιχείρηση. Το ωράριο αυτό προκύπτει είτε από την συλλογική σύμβαση εργασίας, είτε από τον κανονισμό εργασίας είτε από τις ατομικές συμβάσεις εργασίας κ.α.
Επιπλέον, ο εργαζόμενος εάν επιλέξει να ασχοληθεί με την μόνιμη εργασία θα δουλεύει 8 ώρες καθημερινά και ο μισθός του θα είναι υψηλότερος από αυτόν της μερικής απασχόλησης.
Η μερική απασχόληση ισχύει όταν υπάρχει έγγραφη συμφωνία παροχής εργασίας του εργαζομένου προς τον εργοδότη του η οποία μπορεί να είναι ημερήσια, εβδομαδιαία, δεκαπενθήμερη ή μηνιαία, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με αντίστοιχα μικρότερη αμοιβή. Θα πρέπει να είναι δηλαδή μικρότερης διάρκειας από αυτή της πλήρους απασχόλησης. Ειδικότερα, κάποιες μορφές μερικής απασχόλησης είναι οι εξής:
Η μερική απασχόληση επιλέγεται συνήθως από άτομα που είτε δε μπορούν να επιβιώσουν με το μισθό της μόνιμης εργασίας τους και έτσι επιλέγουν να κάνουν και μια δεύτερη προσωρινά μέχρι να σταθεροποιηθούν λίγο τα οικονομικά τους, είτε από φοιτητές οι οποίοι αφοσιώνονται στις σπουδές τους και θέλουν απλά να έχουν ένα μικρό εισόδημα για να μπορούν να καλύψουν τις όποιες ανάγκες τους.